- καινοπρεπής
- καινοπρεπήςnovelmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καινοπρεπής — ές (Α καινοπρεπής, ές) αυτός που έχει νέα ή ασυνήθιστη εμφάνιση («καινοπρεπή σχήματα») αρχ. 1. (για πρόσ., όπως για κατηγορία κατά τού Φιλίππου) αυτός που μοιάζει με αρχάριο, ο αδέξιος («καινοπρεπέστερος ἑαυτοῡ ὑπὸ ὀψιμαθείας», Πλούτ.) 2. το ουδ … Dictionary of Greek
καινοπρεπῆ — καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καινοπρεπής novel masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καινοπρεπής novel masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπρεπέστερον — καινοπρεπής novel adverbial comp καινοπρεπής novel masc acc comp sg καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπρεπεστέραις — καινοπρεπής novel fem dat comp pl καινοπρεπεστέρᾱͅς , καινοπρεπής novel fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπρεπεστέρως — καινοπρεπής novel masc acc comp pl (doric) καινοπρεπής novel comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπρεπεῖ — καινοπρεπής novel masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καινοπρεπής novel masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπρεπεῖς — καινοπρεπής novel masc/fem acc pl καινοπρεπής novel masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπρεπές — καινοπρεπής novel masc/fem voc sg καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπρεπέστατα — καινοπρεπής novel adverbial superl καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπρεπεστέρου — καινοπρεπής novel masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)